σπόρια — τα, Ν 1. οι σπόροι, τα σπέρματα («βγάλε τα σπόρια από τις ντομάτες») 2. ψημένοι σπόροι ηλιόσπορου ή κολοκυθιού, πασατέμπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού σπόρ ι(ον), υποκορ. τού αρχ. σπόρος ή υποχωρητ. σχηματ. από σπόρος κατά το σχήμα λόγος: λόγια] … Dictionary of Greek
σποριά — η μέρος του χωραφιού τόσο όσο μπορεί να σπείρει ο γεωργός σε μια διαδρομή του: Τους έμεινε μια σποριά αθέριστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σποριά — η, Ν [σπόρος] 1. τμήμα αγρού χωρισμένο με αυλάκι 2. τμήμα αγρού που σπέρνει ο γεωργός σε μια διαδρομή … Dictionary of Greek
ακινέτες ή ακίνητα σπόρια — Τύπος αναπαραγωγικών σπορίων μιας κυρίως κατηγορίας φυτικών οργανισμών, των κυανοφυκών. Σχηματίζονται με την αύξηση των διαστάσεων ενός βλαστητικού κυττάρου που συνοδεύεται από αύξηση της πάχυνσης του κυτταρικού τοιχώματος. Ένας ώριμος α.… … Dictionary of Greek
πτεριδόφυτα — Oνομάζονται και κρυπτόγαμα κορμόφυτα και υπάγονται στο άθροισμα των αρχεγονιατών. Είναι τα πλέον εξελιγμένα κρυπτόγαμα αφού ως φυτά έχουν βλαστό, πραγματικές ρίζες, φύλλα και αγγεία. Κατά τις περασμένες γεωλογικές περιόδους ήταν περισσότερο… … Dictionary of Greek
λυκοποδιώδη — (lycopodiinae). Kλάση πτεριδοφύτων που περιλαμβάνει ισόσπορα και ετερόσπορα είδη που διακρίνονται σε τέσσερις τάξεις. Τα φυτά αυτά έχουν πραγματικές ρίζες, πραγματικό βλαστό και πολύ μικρά φύλλα που μοιάζουν με εκείνα των βρύων. Μερικά από τα… … Dictionary of Greek
κλοποσπορία — κλοποσπορία, ἡ (Μ) 1. σύλληψη από παράνομη συνουσία 2. η κρυφή ή παράνομη συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλοπή + σπορία (< σπορος < σπόρος), πρβλ. ιδιο σπορία, φυτο σπορία] … Dictionary of Greek
λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… … Dictionary of Greek
ασκομύκητες — Τάξη μυκήτων στην οποία ανήκουν όλα τα είδη που χαρακτηρίζονται από την παραγωγή ασκών –ενός ειδικού τύπου σποριαγγείου– μέσα στους οποίους περιέχονται τα ασκοσπόρια (ή σπόρια). Ο ασκός είναι ένα όργανο κοίλο, επίμηκες, ροπαλοειδές ή σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
βρυόφυτα — Φυτά γνωστά ως βρύα ή μούσκλια, που συγκροτούν μια υποδιαίρεση του φυτικού βασιλείου και περιλαμβάνουν τα φυλλόβρυα, τα ηπατικά και τα ανθοκεροτά. Είναι φυτά κρυπτόγαμα, πράσινα, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την απουσία τυπικών λουλουδιών, καρπών… … Dictionary of Greek